φαρδύνω

φαρδύνω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "φαρδύνω" в других словарях:

  • φαρδύνω — Ν βλ. φαρδαίνω …   Dictionary of Greek

  • φαρδύνω — βλ. φαρδαίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαρδαίνω — και φαρδένω και φαρδύνω Ν [φαρδύς] 1. (μτβ.) κάνω κάτι φαρδύ, πλατύνω 2. (αμτβ.) γίνομαι φαρδύς …   Dictionary of Greek

  • πλαταίνω — πλάτυνα 1. μτβ., κάνω κάτι πλατύ, ευρύνω, πλατύνω, φαρδύνω: Πλαταίνουν το δρόμο, γιατί ήταν στενός. 2. αμτβ., είμαι ή γίνομαι πλατύς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαρδαίνω — και φαρδύνω φάρδυνα 1. μτβ., κάνω κάτι φαρδύ, το πλαταίνω: Φαρδαίνουν το δρόμο. 2. αμτβ., γίνομαι φαρδύς, πλαταίνομαι: Δε φαρδαίνει το φόρεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»